συναθροίζεται

συναθροίζεται
συναθροίζω
gather together
pres ind mp 3rd sg
συναθροΐζεται , συναθροίζω
gather together
pres ind mp 3rd sg
συναθροίζω
gather together
pres ind mp 3rd sg (attic doric aeolic)
συναθροΐζεται , συναθροίζω
gather together
pres ind mp 3rd sg (attic doric aeolic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • παλίλλογος — (I) η, ο αυτός που επαναλαμβάνει τα λόγια που ήδη έχει πει. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λόγος*]. (II) παλίλλογος, ον (Α) αυτός που συναθροίζεται εκ νέου. [ΕΤΥΜΟΛ. < πάλιν + λόγος (< λέγω «συλλέγω»)] …   Dictionary of Greek

  • πυκνίτης — ὁ, θηλ. πυκνῑτις, ίτιδος, Α 1. αυτός που αναφέρεται στην Πνύκα 2. αυτός που συναθροίζεται στην Πνύκα («ἀκράχολος Δῆμος πυκνίτης, δύσκολον χερόντιον ὑπόκωφον», Αριστοφ.) 3. αυτός που προέρχεται από την Πνύκα. [ΕΤΥΜΟΛ. < Πνύξ, Πυκνός (βλ. λ.… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”